προτιμήσῃς

προτιμήσῃς
προτιμάω
honour
aor subj act 2nd sg (attic ionic)
προτῑμήσῃς , προτιμάω
honour
aor subj act 2nd sg (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δασμός — Έμμεσος φόρος που μπορεί να επιβληθεί στα εμπορεύματα, τα οποία μεταφέρονται από χώρα σε χώρα, όταν περνούν την τελωνειακή γραμμή. Ανάλογα με τον σκοπό που επιδιώκεται με τους δ., γίνεται διάκριση μεταξύ δημοσιονομικών δ. και οικονομικών ή… …   Dictionary of Greek

  • Поземельная община — Содержание: I. П. община в Западной. Европе. II. П. община в Византии. III. П. община во внеевропейских странах. IV. П. община в Древней Руси и в Великороссии. V. П. община в Малороссии и в Литве. VI. П. община (современное положение; вопрос о П …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Поземельная община — Содержание: I. П. община в Западной. Европе. II. П. община в Византии. III. П. община во внеевропейских странах. IV. П. община в Древней Руси и в Великороссии. V. П. община в Малороссии и в Литве. VI. П. община (современное положение; вопрос о П …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Σωκράτης — I Ένας από τους μεγαλύτερους φιλόσοφους της αρχαίας Ελλάδας (Αθήνα 470 ή 469 399 π.Χ.). Γιος ενός γλύπτη και μιας μαίας, ο Σ. πρέπει να είχε κάποια οικονομική άνεση, όπως αποδείχνει το γεγονός ότι πέρασε όλη του τη ζωή αδιαφορώντας για τα… …   Dictionary of Greek

  • μονοκούκ(κ)ι — επίρ. φρ. «ψηφίζω μονοκούκ(κ)ι» δίνω ψήφω προτίμησης σε ένα μόνο άτομο από ολόκληρο συνδυασμό ή ψηφίζω όλους τους υποψηφίους ενός συνδυασμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + κουκ(κ)ί] …   Dictionary of Greek

  • μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… …   Dictionary of Greek

  • πολυσταυρία — η, Ν (παλαιότερα) σύστημα προτίμησης υποψηφίων σε εκλογές με περισσότερους από έναν σταυρούς, τους οποίους σημειώνει ο εκλογέας στο ψηφοδέλτιο δίπλα στο όνομα κάθε υποψηφίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σταυρός + κατάλ. ία] …   Dictionary of Greek

  • προκριτικός — ή, όν, Α [προκρίνω] 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε πρόκριση 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ προκριτικόν α) λόγος, αιτία προτίμησης β) εσφ. ανάγν. στον Πλούτ. αντί τού Κρητικός 3. φρ. «προκριτικὸς παροξυσμός» (για ασθένεια) παροξυσμός που προδηλώνει,… …   Dictionary of Greek

  • προτιμώ — προτιμῶ, άω, ΝΜΑ, και ιων. τ. προτιμέω Α [τιμῶ] τιμώ κάποιον ή κάτι περισσότερο ή τού αποδίδω μεγαλύτερη σημασία, προκρίνω (α. «προτίμησε τον θάνατο από την ατιμία» β. «οὐκ ἐμαίνοντο τὴν σωτηρίαν τοῡ κέρδους προτιμῶντες», Αντιφ.) νεοελλ. 1. μού… …   Dictionary of Greek

  • ραδιοαστρονομία — Κλάδος της αστρονομίας, που ασχολείται με τη μελέτη των ηλεκτρομαγνητικών ακτινοβολιών, οι οποίες εκπέμπονται στη συχνότητα των ραδιοκυμάτων από τον Ήλιο, τους αστέρες και τη διαστρική ύλη και που μπορούν να γίνουν αντιληπτές με ραδιοφωνικούς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”